συμφόρημα

συμφόρημα
συμ-φόρημα, τό, das Zusammengetragene, der Haufen, die Menge

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συμφόρημα — that which is brought together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφόρημα — ήματος, τὸ, Α [συμφορῶ] 1. συγκέντρωση πολλών πραγμάτων στο ίδιο σημείο, σωρός 2. συγκέντρωση πολλών ανθρώπων, σύναξη, πλήθος 3. ανάμιξη, συμφυρμός («συμφόρημα τέφρας καὶ ὕδατος», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • συμφορήματος — συμφόρημα that which is brought together neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμμιγμα — το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. μα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”